Η μουσική του Μάνου Λοΐζου ήταν κάτι παραπάνω από μουσική. Ήταν «καταφύγιο» όπως είχε πει ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης. Ο Λοΐζος πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα μετά από διπλό εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία μόλις 45 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό
Πηγή: YouTube
«Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση» είχε πει ο Μίκης Θεοδωράκης όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του αξέχαστου Μάνου Λοΐζου και είχε προσθέσει: «Ήταν η περηφάνια μου. Μπόρεσε με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο και ένα τραγούδι, να πάει μια πήχη πιο πέρα τον ορίζοντα». Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982, σε ηλικία μόλις 45 ετών, έκλεισε απότομα ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα κεφάλαια της Ελληνικής μουσικής: Ο Μάνος Λοΐζος. Μπορεί οι άνθρωποι να λένε, με εμφανή ειρωνική διάθεση, πως «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους», αλλά στην περίπτωση του Λοΐζου αυτό ισχύει. Ήταν πράγματι αναντικατάστατος.
«Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση» είχε πει ο Μίκης Θεοδωράκης όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του αξέχαστου Μάνου Λοΐζου και είχε προσθέσει: «Ήταν η περηφάνια μου. Μπόρεσε με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο και ένα τραγούδι, να πάει μια πήχη πιο πέρα τον ορίζοντα». Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982, σε ηλικία μόλις 45 ετών, έκλεισε απότομα ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα κεφάλαια της Ελληνικής μουσικής: Ο Μάνος Λοΐζος. Μπορεί οι άνθρωποι να λένε, με εμφανή ειρωνική διάθεση, πως «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους», αλλά στην περίπτωση του Λοΐζου αυτό ισχύει. Ήταν πράγματι αναντικατάστατος.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
Γεννήθηκε στη Λάρνακα τον Οκτώβριο του 1937. Σε ηλικία 7 ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στην Αλεξάνδρεια προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Η αγάπη του μικρού Μάνου για τη μουσική φάνηκε από νεαρή ηλικία. Όταν οι γονείς του είχαν την κλίση που είχε τον έγραψαν στο τοπικό Ωδείο. Αν και άρχισε να μαθαίνει βιολί, τελικά κατέληξε σε αυτό που αποδείχθηκε ότι ήταν η φυσική προέκταση των χεριών του: στην αγαπημένη του κιθάρα.
Το 1955 φεύγει από την Αλεξάνδρεια και έρχεται στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στη Φαρμακευτική Σχολή. Σύντομα τα παρατάει και συνεχίζει τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ. Ούτε αυτό, όμως είναι κάτι που τον γεμίζει και έτσι το 1960 παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Σταματάει τα πάντα και αρχίζει να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη μουσική. Για να καταφέρει να ζήσει κάνει διάφορες δουλειές. Από γραφίστας μέχρι γκαρσόνι.
Δυο χρόνια μετά έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα ο οποίος τον βοηθάει να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Είναι το «Τραγούδι του δρόμου». Πρόκειται για την ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου σ' ένα ποίημα του Λόρκα με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο.
Το Απρίλιο του 1962 είναι ακόμα ένα κομβικό σημείο στην πορεία του Λοΐζου. Γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ), με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη. Εκεί θα γνωριστεί με τον Χρήστο Λεοντή, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Ελευθερίου και πολλούς άλλους.
Η ζωή του έχει βρει τον δρόμο της. Ο Λοΐζος ξέρει, πλέον, και τι θέλει και πως να το αποκτήσει. Γράφει πολλά τραγούδια και πολλή μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, τη μετέπειτα συγγραφέα παιδικών βιβλίων, γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1966, θα γεννηθεί η κόρη τους Μυρσίνη.
Τα δύσκολα, όμως, έρχονται με την χούντα. Κυνηγήθηκε εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων του με τη λογοκρισία να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Τον ταραγμένο Νοέμβρη του 1973, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Λοΐζος συλλαμβάνεται και πέρασε 10 ημέρες στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Η «μπόρα», ωστόσο, πέρασε και έτσι όταν έπεσε η χούντα ο Λοΐζος κυκλοφορεί τον θρυλικό δίσκο «Τα τραγούδια του δρόμου» στον οποίο συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί, είτε τα είχε «πετσοκόψει» η χουντική λογοκρισία. Ο δίσκος αυτός ήταν που τον ανέδειξε σε έναν από τους βασικότερους εκφραστές του πολιτικού («στρατευμένου», όπως το χαρακτήριζαν τότε) τραγουδιού.
Στα 20 χρόνια της πορείας του ο Λοΐζος συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα και θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει πολλά περισσότερα πράγματα αν στις 8 Ιουνίου του 1982 δεν τον «χτυπούσε» το εγκεφαλικό. Έμεινε ένα μήνα στο νοσοκομείο και μετά μεταφέρθηκε στη Μόσχα για θεραπεία. Εκεί, όμως, έπαθε και δεύτερο εγκεφαλικό. Δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει. Δέκα ημέρες αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία μόλις 45 ετών.
Το τελευταίο γλέντι της ζωής του
«Τον θυμάμαι στο τελευταίο γλέντι της ζωής του, τρεις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο με το πρώτο εγκεφαλικό, που ήταν και η αρχή του τέλους. Ήταν στο σπίτι της Χαρούλας Αλεξίου και του τότε συζύγου της Αχιλλέα Θεοφίλου, εν μέσω φίλων αγαπημένων.
Είχε κάποιες στεναχώριες με την προσωπική του ζωή (δεν πήγαιναν καλά οι σχέσεις με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση), αλλά σύντομα καθώς κυλούσε η βραδιά, βρήκε την καλή του διάθεση - με τη συνδρομή της Αλεξίου, που έκανε ολόκληρη παράσταση για να τον διασκεδάσει. Και κάποια στιγμή πήρε την κιθάρα και άρχισε να τραγουδάει, όπως ξέρουν πολλοί συνθέτες να λένε τα τραγούδια τους («οι ερμηνευτές τα λένε ωραία, οι δημιουργοί τα λένε σωστά» είχε πει ο Γιάννης Ρίτσος) και κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν η τελευταία φορά που τον ακούγαμε να τραγουδάει. Κι έπειτα με το εγκεφαλικό στο νοσοκομείο, όπου ένα πρωινό τον βρήκα μόνο. ''Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βάλω στο άλλο κρεβάτι για να αλλάξω τα σεντόνια;'' λέει μια νοσοκόμα. Και κάνω έτσι και τον σηκώνω στην αγκαλιά μου σαν πούπουλο, τόσο είχε αδυνατίσει. αλλά δεν είχε χάσει το χαμόγελό του. ''Θα περάσει που θα πάει''....
Και καθώς δεν ξεχνούσε ότι ήταν πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – στιχουργών Ελλάδας: ''Γράψε κάτι για το σινάφι μας που δεν έχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τόσα λεφτά βγάζουν από μας''. Δεν ήμουν μόνο ο δημοσιογράφος που τον θαύμαζε και τον περιποιόταν. Ήμουν και φίλος μια και έλαχε να τον γνωρίσω και να κάνουμε παρέα πριν αναδειχθεί ως συνθέτης. Το βράδυ της ταφής του, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Άσπα είχαν μια καλή ιδέα να παραθέσουν ένα δείπνο στο σπίτι τους μια ''μακαριά'' για λίγους φίλους (την κόρη του Μάνου Μυρσίνη με τη μητέρα της Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο Νταλάρα με την Άννα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη κ.α) Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Νίκος Καρούζος εκφράζοντας την πικρία αλλά και την αγανάκτηση για τη ''βιασύνη'' του Λοίζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής.Όπου λέει μόλις πεθάνει κάποιος, τον κρεμάνε σε ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε» γράφει στο βιβλίο του «Ένας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΚΥΡΑ) ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης.
Η άγνωστη ιστορία πίσω από το θρυλικό «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»
Το ζεϊμπέκικο είναι χορός μοναχικός, με οδύνη, με εσωτερικότητα. Αυτός που το χορεύει δεν νοιάζεται για το τι γίνεται γύρω του. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει, για πάρτη του χορεύει. Συμπάσχει με τον στίχο, γι’ αυτό και επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει. Ίσως το πιο διάσημο ζεϊμπέκικο της Ελλάδας είναι το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Το έγραψε ο Μάνος Λοΐζος για να «ντύσει» μια από τις πλέον χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού που προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1971.
Η υπόθεση αφορά μία πόρνη και έναν λοχία που προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτα, αντιμετωπίζοντας τα ταμπού της κοινωνίας. Σε μία συνοικιακή ταβέρνα, ένας φαντάρος σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο με πάθος, θράσος, καρφώνοντας με τα μάτια του την όμορφη Ευδοκία. Εκείνη, αν και συνοδεύεται από τρεις «αιμοβόρους» άντρες, παρασύρεται στον ρυθμό του, του χτυπάει παλαμάκια, γελάει περιπαικτικά, τον κοιτάει σχεδόν αχόρταγα κι ένα «Παναγιά μου» βγαίνει από τα χείλη της.
Ο Μάνος Λοΐζος, είδε το υλικό από τα γυρίσματα, που κράτησαν δύο μέρες και περιείχαν πολλές λήψεις του σκηνικού. Στα γυρίσματα, ο χορός είχε γίνει πάνω σε ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Μία εκδοχή λέει πως ήταν το «Τα ματοκλάδα σου λάμπουν», ωστόσο ο πρωταγωνιστής της σκηνής, ο «φαντάρος» Γιώργος Κουτούζης, έχει πει σε συνέντευξή του πως το τραγούδι ήταν «Η άτακτη». Πάνω σε αυτή τη σκηνή, ο Λοΐζος γράφει «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας».
Οι νότες του ακούγονται πρώτη φορά στο σπίτι του συνθέτη, παρουσία του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού, με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη να παίζει τζουρά. Αυτόν τον συγκεκριμένο τζουρά θα ζητήσει αργότερα ο Μάνος Λοΐζος για να παίξει στην ηχογράφηση του κομματιού. Όπως έχει πει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Λοΐζος επέμενε να παίξει με αυτόν, αν και ξεκουρδιζόταν στις πρώτες νότες. Τελικά η σύνθεση ηχογραφείται κομμάτι κομμάτι ώστε να πάρει κι ο ξεκούρδιστος τζουράς τη θέση του σε αυτήν. Ο Λοΐζος περιλαμβάνει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» (1972) και το «ζεϊμπέκικο» αρχίζει να αυτονομείται από την ταινία.
Το κομμάτι μένει χωρίς στίχους, αν και όπως έχει διηγηθεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Λοΐζος του ζήτησε να γράψει, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. «Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν» του είχε πει.
Γεννήθηκε στη Λάρνακα τον Οκτώβριο του 1937. Σε ηλικία 7 ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στην Αλεξάνδρεια προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Η αγάπη του μικρού Μάνου για τη μουσική φάνηκε από νεαρή ηλικία. Όταν οι γονείς του είχαν την κλίση που είχε τον έγραψαν στο τοπικό Ωδείο. Αν και άρχισε να μαθαίνει βιολί, τελικά κατέληξε σε αυτό που αποδείχθηκε ότι ήταν η φυσική προέκταση των χεριών του: στην αγαπημένη του κιθάρα.
Το 1955 φεύγει από την Αλεξάνδρεια και έρχεται στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στη Φαρμακευτική Σχολή. Σύντομα τα παρατάει και συνεχίζει τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ. Ούτε αυτό, όμως είναι κάτι που τον γεμίζει και έτσι το 1960 παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Σταματάει τα πάντα και αρχίζει να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη μουσική. Για να καταφέρει να ζήσει κάνει διάφορες δουλειές. Από γραφίστας μέχρι γκαρσόνι.
Δυο χρόνια μετά έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα ο οποίος τον βοηθάει να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι. Είναι το «Τραγούδι του δρόμου». Πρόκειται για την ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου σ' ένα ποίημα του Λόρκα με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο.
Το Απρίλιο του 1962 είναι ακόμα ένα κομβικό σημείο στην πορεία του Λοΐζου. Γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ), με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη. Εκεί θα γνωριστεί με τον Χρήστο Λεοντή, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Ελευθερίου και πολλούς άλλους.
Η ζωή του έχει βρει τον δρόμο της. Ο Λοΐζος ξέρει, πλέον, και τι θέλει και πως να το αποκτήσει. Γράφει πολλά τραγούδια και πολλή μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, τη μετέπειτα συγγραφέα παιδικών βιβλίων, γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1966, θα γεννηθεί η κόρη τους Μυρσίνη.
Τα δύσκολα, όμως, έρχονται με την χούντα. Κυνηγήθηκε εξαιτίας των αριστερών πεποιθήσεων του με τη λογοκρισία να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Τον ταραγμένο Νοέμβρη του 1973, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Λοΐζος συλλαμβάνεται και πέρασε 10 ημέρες στα κρατητήρια της Ασφάλειας. Η «μπόρα», ωστόσο, πέρασε και έτσι όταν έπεσε η χούντα ο Λοΐζος κυκλοφορεί τον θρυλικό δίσκο «Τα τραγούδια του δρόμου» στον οποίο συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί, είτε τα είχε «πετσοκόψει» η χουντική λογοκρισία. Ο δίσκος αυτός ήταν που τον ανέδειξε σε έναν από τους βασικότερους εκφραστές του πολιτικού («στρατευμένου», όπως το χαρακτήριζαν τότε) τραγουδιού.
Στα 20 χρόνια της πορείας του ο Λοΐζος συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα και θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει πολλά περισσότερα πράγματα αν στις 8 Ιουνίου του 1982 δεν τον «χτυπούσε» το εγκεφαλικό. Έμεινε ένα μήνα στο νοσοκομείο και μετά μεταφέρθηκε στη Μόσχα για θεραπεία. Εκεί, όμως, έπαθε και δεύτερο εγκεφαλικό. Δεν μπόρεσε ποτέ να συνέλθει. Δέκα ημέρες αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία μόλις 45 ετών.
Το τελευταίο γλέντι της ζωής του
«Τον θυμάμαι στο τελευταίο γλέντι της ζωής του, τρεις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο με το πρώτο εγκεφαλικό, που ήταν και η αρχή του τέλους. Ήταν στο σπίτι της Χαρούλας Αλεξίου και του τότε συζύγου της Αχιλλέα Θεοφίλου, εν μέσω φίλων αγαπημένων.
Είχε κάποιες στεναχώριες με την προσωπική του ζωή (δεν πήγαιναν καλά οι σχέσεις με τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση), αλλά σύντομα καθώς κυλούσε η βραδιά, βρήκε την καλή του διάθεση - με τη συνδρομή της Αλεξίου, που έκανε ολόκληρη παράσταση για να τον διασκεδάσει. Και κάποια στιγμή πήρε την κιθάρα και άρχισε να τραγουδάει, όπως ξέρουν πολλοί συνθέτες να λένε τα τραγούδια τους («οι ερμηνευτές τα λένε ωραία, οι δημιουργοί τα λένε σωστά» είχε πει ο Γιάννης Ρίτσος) και κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν η τελευταία φορά που τον ακούγαμε να τραγουδάει. Κι έπειτα με το εγκεφαλικό στο νοσοκομείο, όπου ένα πρωινό τον βρήκα μόνο. ''Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βάλω στο άλλο κρεβάτι για να αλλάξω τα σεντόνια;'' λέει μια νοσοκόμα. Και κάνω έτσι και τον σηκώνω στην αγκαλιά μου σαν πούπουλο, τόσο είχε αδυνατίσει. αλλά δεν είχε χάσει το χαμόγελό του. ''Θα περάσει που θα πάει''....
Και καθώς δεν ξεχνούσε ότι ήταν πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών – στιχουργών Ελλάδας: ''Γράψε κάτι για το σινάφι μας που δεν έχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τόσα λεφτά βγάζουν από μας''. Δεν ήμουν μόνο ο δημοσιογράφος που τον θαύμαζε και τον περιποιόταν. Ήμουν και φίλος μια και έλαχε να τον γνωρίσω και να κάνουμε παρέα πριν αναδειχθεί ως συνθέτης. Το βράδυ της ταφής του, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Άσπα είχαν μια καλή ιδέα να παραθέσουν ένα δείπνο στο σπίτι τους μια ''μακαριά'' για λίγους φίλους (την κόρη του Μάνου Μυρσίνη με τη μητέρα της Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο Νταλάρα με την Άννα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη κ.α) Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Νίκος Καρούζος εκφράζοντας την πικρία αλλά και την αγανάκτηση για τη ''βιασύνη'' του Λοίζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής.Όπου λέει μόλις πεθάνει κάποιος, τον κρεμάνε σε ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε» γράφει στο βιβλίο του «Ένας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΚΥΡΑ) ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης.
Η άγνωστη ιστορία πίσω από το θρυλικό «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»
Το ζεϊμπέκικο είναι χορός μοναχικός, με οδύνη, με εσωτερικότητα. Αυτός που το χορεύει δεν νοιάζεται για το τι γίνεται γύρω του. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει, για πάρτη του χορεύει. Συμπάσχει με τον στίχο, γι’ αυτό και επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει. Ίσως το πιο διάσημο ζεϊμπέκικο της Ελλάδας είναι το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Το έγραψε ο Μάνος Λοΐζος για να «ντύσει» μια από τις πλέον χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού που προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1971.
Η υπόθεση αφορά μία πόρνη και έναν λοχία που προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτα, αντιμετωπίζοντας τα ταμπού της κοινωνίας. Σε μία συνοικιακή ταβέρνα, ένας φαντάρος σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο με πάθος, θράσος, καρφώνοντας με τα μάτια του την όμορφη Ευδοκία. Εκείνη, αν και συνοδεύεται από τρεις «αιμοβόρους» άντρες, παρασύρεται στον ρυθμό του, του χτυπάει παλαμάκια, γελάει περιπαικτικά, τον κοιτάει σχεδόν αχόρταγα κι ένα «Παναγιά μου» βγαίνει από τα χείλη της.
Ο Μάνος Λοΐζος, είδε το υλικό από τα γυρίσματα, που κράτησαν δύο μέρες και περιείχαν πολλές λήψεις του σκηνικού. Στα γυρίσματα, ο χορός είχε γίνει πάνω σε ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Μία εκδοχή λέει πως ήταν το «Τα ματοκλάδα σου λάμπουν», ωστόσο ο πρωταγωνιστής της σκηνής, ο «φαντάρος» Γιώργος Κουτούζης, έχει πει σε συνέντευξή του πως το τραγούδι ήταν «Η άτακτη». Πάνω σε αυτή τη σκηνή, ο Λοΐζος γράφει «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας».
Οι νότες του ακούγονται πρώτη φορά στο σπίτι του συνθέτη, παρουσία του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού, με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη να παίζει τζουρά. Αυτόν τον συγκεκριμένο τζουρά θα ζητήσει αργότερα ο Μάνος Λοΐζος για να παίξει στην ηχογράφηση του κομματιού. Όπως έχει πει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Λοΐζος επέμενε να παίξει με αυτόν, αν και ξεκουρδιζόταν στις πρώτες νότες. Τελικά η σύνθεση ηχογραφείται κομμάτι κομμάτι ώστε να πάρει κι ο ξεκούρδιστος τζουράς τη θέση του σε αυτήν. Ο Λοΐζος περιλαμβάνει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» (1972) και το «ζεϊμπέκικο» αρχίζει να αυτονομείται από την ταινία.
Το κομμάτι μένει χωρίς στίχους, αν και όπως έχει διηγηθεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Λοΐζος του ζήτησε να γράψει, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. «Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν» του είχε πει.
reader.gr
Δημοσίευση σχολίου
Τα «NEA PIERIAS» δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενο των αναρτήσεων που μας στέλνουν οι αναγνώστες. Υπεύθυνος για την κάθε ανάρτηση είναι μόνο το άτομο που φαίνεται ως συγγραφέας του άρθρου.
Το ιστολόγιο «NEA PIERIAS» δεν ευθύνεται σε καμία περίπτωση για την εγκυρότητα και ορθότητα των πληροφοριών, κρίσεων, σχολίων που περιέχονται σε αναρτήσεις και μηνύματα αναγνωστών και οι διαχειριστές-συνεργάτες-αρθογράφοι δεν ευθύνονται για το περιεχόμενο άρθρων των οποίων γίνετε αναδημοσίευση από άλλα sites για τα οποία δεν μπορούμε να ελέγξουμε την ακρίβεια του περιεχόμενό τους καθώς και καμία ευθύνη για μηνύματα που θίγουν πνευματικά δικαιώματα τρίτων ή κατοχυρωμένου υλικού